1. Λέξη
    επικαλεστώ (ρήμα) - (παρόμοια: επικαλούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • επιφωνώ
    • αναφωνώ
    • προσφωνώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπώ
    • αποσιωπώ
    2
  4. Ορισμός
    • Καλώ κάποιον με δυνατή φωνή ή με έντονο τρόπο.
    • Αναφέρω κάτι ως δικαιολογία ή αιτία.
    • Επικρίνω ή κατηγορώ κάποιον δημόσια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος επικαλέστηκε τους μαθητές να σταματήσουν το θόρυβο.
    • Επικαλέστηκε την αδυναμία του για να δικαιολογήσει την απουσία του.
    • Ο πολιτικός επικαλέστηκε τα λάθη του αντιπάλου του κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
    3