Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επικαλεστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
επικαλούμαι
)
Συνώνυμα
επιφωνώ
αναφωνώ
προσφωνώ
3
Αντώνυμα
σιωπώ
αποσιωπώ
2
Ορισμός
Καλώ κάποιον με δυνατή φωνή ή με έντονο τρόπο.
Αναφέρω κάτι ως δικαιολογία ή αιτία.
Επικρίνω ή κατηγορώ κάποιον δημόσια.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος επικαλέστηκε τους μαθητές να σταματήσουν το θόρυβο.
Επικαλέστηκε την αδυναμία του για να δικαιολογήσει την απουσία του.
Ο πολιτικός επικαλέστηκε τα λάθη του αντιπάλου του κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
3