1. Λέξη
    επικαλούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: επωφελούμαι - παρακαλούμαι - εκτελούμαι - επικαλεστώ - ενοχλούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • προσφεύγω
    • απευθύνομαι
    • επιζητώ
    • ζητώ βοήθεια
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • αποσιωπώ
    • αγνοώ
    3
  4. Ορισμός
    • να ζητάς βοήθεια ή υποστήριξη από κάποιον ή κάτι
    • να αναφέρεσαι σε κάποιον ή κάτι ως δικαιολογία ή αιτία
    • να καλείς κάποιον ή κάτι για βοήθεια ή προστασία
    3
  5. Παραδείγματα
    • Επικαλέστηκε την εμπειρία του για να δικαιολογήσει τη θέση του.
    • Ο δικηγόρος επικαλέστηκε το νόμο για να υπερασπιστεί τον πελάτη του.
    • Σε δύσκολες στιγμές, πολλοί άνθρωποι επικαλούνται τη θρησκεία τους.
    3