Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επικαλούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
επωφελούμαι
-
παρακαλούμαι
-
εκτελούμαι
-
επικαλεστώ
-
ενοχλούμαι
)
Συνώνυμα
προσφεύγω
απευθύνομαι
επιζητώ
ζητώ βοήθεια
4
Αντώνυμα
αποφεύγω
αποσιωπώ
αγνοώ
3
Ορισμός
να ζητάς βοήθεια ή υποστήριξη από κάποιον ή κάτι
να αναφέρεσαι σε κάποιον ή κάτι ως δικαιολογία ή αιτία
να καλείς κάποιον ή κάτι για βοήθεια ή προστασία
3
Παραδείγματα
Επικαλέστηκε την εμπειρία του για να δικαιολογήσει τη θέση του.
Ο δικηγόρος επικαλέστηκε το νόμο για να υπερασπιστεί τον πελάτη του.
Σε δύσκολες στιγμές, πολλοί άνθρωποι επικαλούνται τη θρησκεία τους.
3