1. Λέξη
    επικροτώ (ρήμα) - (παρόμοια: επικρατώ)
  2. Συνώνυμα
    • εγκρίνω
    • επαινώ
    • υποστηρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδοκιμάζω
    • κατακρίνω
    • απορρίπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω θετική γνώμη ή αποδοχή για κάτι ή κάποιον.
    • Επιδοκιμάζω μια πράξη, μια ιδέα ή ένα πρόσωπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος επικροτεί τις προσπάθειες των μαθητών του.
    • Η επιτροπή επικροτεί την πρωτοβουλία για την προστασία του περιβάλλοντος.
    2