Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επικροτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
επικρατώ
)
Συνώνυμα
εγκρίνω
επαινώ
υποστηρίζω
3
Αντώνυμα
αποδοκιμάζω
κατακρίνω
απορρίπτω
3
Ορισμός
Εκφράζω θετική γνώμη ή αποδοχή για κάτι ή κάποιον.
Επιδοκιμάζω μια πράξη, μια ιδέα ή ένα πρόσωπο.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος επικροτεί τις προσπάθειες των μαθητών του.
Η επιτροπή επικροτεί την πρωτοβουλία για την προστασία του περιβάλλοντος.
2