Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επικρατώ (ρήμα) - (παρόμοια:
επικροτώ
-
κρατώ
)
Συνώνυμα
κυριαρχώ
υπερισχύω
διατηρούμαι
επιβιώνω
4
Αντώνυμα
εξαφανίζομαι
εξασθενώ
χάνω
3
Ορισμός
Να είμαι κυρίαρχος ή να έχω την υπεροχή σε κάποιον τομέα ή κατάσταση.
Να παραμένω σε ισχύ ή να συνεχίζω να υπάρχω με τον ίδιο τρόπο.
Να επικρατώ σε μια διαμάχη ή αντιπαράθεση.
3
Παραδείγματα
Στον αγώνα επικράτησε η ομάδα μας.
Η παράδοση αυτή επικρατεί ακόμα σε πολλά χωριά.
Η αλήθεια επικράτησε στο τέλος.
3