1. Λέξη
    επικρατώ (ρήμα) - (παρόμοια: επικροτώ - κρατώ)
  2. Συνώνυμα
    • κυριαρχώ
    • υπερισχύω
    • διατηρούμαι
    • επιβιώνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • εξαφανίζομαι
    • εξασθενώ
    • χάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να είμαι κυρίαρχος ή να έχω την υπεροχή σε κάποιον τομέα ή κατάσταση.
    • Να παραμένω σε ισχύ ή να συνεχίζω να υπάρχω με τον ίδιο τρόπο.
    • Να επικρατώ σε μια διαμάχη ή αντιπαράθεση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Στον αγώνα επικράτησε η ομάδα μας.
    • Η παράδοση αυτή επικρατεί ακόμα σε πολλά χωριά.
    • Η αλήθεια επικράτησε στο τέλος.
    3