1. Λέξη
    επιμένω (ρήμα) - (παρόμοια: επιμείνω - επιμέλεια)
  2. Συνώνυμα
    • εμμένω
    • διατηρώ
    • προσκολλώμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • παραιτούμαι
    • αποσύρομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Συνεχίζω να κάνω κάτι παρά τις δυσκολίες ή την αντίσταση.
    • Δεν αλλάζω γνώμη ή στάση απέναντι σε κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Επιμένω να πιστεύω ότι η προσπάθεια θα φέρει αποτέλεσμα.
    • Παρόλο που όλοι τον συμβούλευαν να σταματήσει, αυτός επιμένει στο σχέδιό του.
    2