1. Λέξη
    επιμείνω (ρήμα) - (παρόμοια: επιμένω - επιμελώς - επιμελής - μείνω - επεκτείνω)
  2. Συνώνυμα
    • επιμένω
    • διατηρώ
    • εμμένω
    • παραμένω
    4
  3. Αντώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • σταματώ
    • παραιτούμαι
    • αποσύρομαι
    4
  4. Ορισμός
    • Συνεχίζω να κάνω κάτι παρά τις δυσκολίες ή την αντίθεση.
    • Δεν αλλάζω γνώμη ή στάση παρά τα επιχειρήματα ή τις πιέσεις.
    • Μένω σε μια κατάσταση ή θέση για μεγάλο χρονικό διάστημα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Παρόλο που όλοι του έλεγαν να τα παρατήσει, επέμεινε στις απόψεις του.
    • Ο αθλητής επέμενε στην προπόνηση παρά τον τραυματισμό του.
    • Η κυβέρνηση επέμεινε ότι οι αποφάσεις της ήταν σωστές.
    3