Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιμείνω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιμένω
-
επιμελώς
-
επιμελής
-
μείνω
-
επεκτείνω
)
Συνώνυμα
επιμένω
διατηρώ
εμμένω
παραμένω
4
Αντώνυμα
εγκαταλείπω
σταματώ
παραιτούμαι
αποσύρομαι
4
Ορισμός
Συνεχίζω να κάνω κάτι παρά τις δυσκολίες ή την αντίθεση.
Δεν αλλάζω γνώμη ή στάση παρά τα επιχειρήματα ή τις πιέσεις.
Μένω σε μια κατάσταση ή θέση για μεγάλο χρονικό διάστημα.
3
Παραδείγματα
Παρόλο που όλοι του έλεγαν να τα παρατήσει, επέμεινε στις απόψεις του.
Ο αθλητής επέμενε στην προπόνηση παρά τον τραυματισμό του.
Η κυβέρνηση επέμεινε ότι οι αποφάσεις της ήταν σωστές.
3