Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιπλέω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιπλέον
-
επιπλοκή
)
Συνώνυμα
πλέω
πλανιέμαι
επιπολάζω
3
Αντώνυμα
βυθίζομαι
καθιζάνω
2
Ορισμός
1. Να κινείται ή να παραμένει στην επιφάνεια ενός υγρού χωρίς να βυθίζεται.
2. Να κινείται αβέβαιος ή χωρίς συγκεκριμένο στόχο.
3. (για ιδέες, εικόνες κ.λπ.) Να εμφανίζεται στο μυαλό.
3
Παραδείγματα
Το ξύλο επιπλέει στο νερό.
Οι σκέψεις του επιπλέουν χωρίς να μπορεί να τις συγκεντρώσει.
Μια παλιά ανάμνηση επιπλέει στο μυαλό του.
3