1. Λέξη
    επιπλέω (ρήμα) - (παρόμοια: επιπλέον - επιπλοκή)
  2. Συνώνυμα
    • πλέω
    • πλανιέμαι
    • επιπολάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • βυθίζομαι
    • καθιζάνω
    2
  4. Ορισμός
    • 1. Να κινείται ή να παραμένει στην επιφάνεια ενός υγρού χωρίς να βυθίζεται.
    • 2. Να κινείται αβέβαιος ή χωρίς συγκεκριμένο στόχο.
    • 3. (για ιδέες, εικόνες κ.λπ.) Να εμφανίζεται στο μυαλό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ξύλο επιπλέει στο νερό.
    • Οι σκέψεις του επιπλέουν χωρίς να μπορεί να τις συγκεντρώσει.
    • Μια παλιά ανάμνηση επιπλέει στο μυαλό του.
    3