Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιπλοκή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εμπλοκή
-
επιπλέω
-
επιπλέον
-
πλοκή
)
Συνώνυμα
περιπλοκή
δυσκολία
πρόβλημα
μπλέξιμο
4
Αντώνυμα
απλότητα
ευκολία
ευθύτητα
3
Ορισμός
Η κατάσταση ή το γεγονός που χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα ή δυσκολία.
Μια δύσκολη ή περίπλοκη κατάσταση που απαιτεί προσοχή για να λυθεί.
2
Παραδείγματα
Η υπόθεση είχε πολλές επιπλοκές που την έκαναν δύσκολη να λυθεί.
Οι επιπλοκές στη δουλειά του τον έκαναν να αισθάνεται αγχωμένος.
2