1. Λέξη
    επιπλοκή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εμπλοκή - επιπλέω - επιπλέον - πλοκή)
  2. Συνώνυμα
    • περιπλοκή
    • δυσκολία
    • πρόβλημα
    • μπλέξιμο
    4
  3. Αντώνυμα
    • απλότητα
    • ευκολία
    • ευθύτητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση ή το γεγονός που χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα ή δυσκολία.
    • Μια δύσκολη ή περίπλοκη κατάσταση που απαιτεί προσοχή για να λυθεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η υπόθεση είχε πολλές επιπλοκές που την έκαναν δύσκολη να λυθεί.
    • Οι επιπλοκές στη δουλειά του τον έκαναν να αισθάνεται αγχωμένος.
    2