Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιστρέφοντας (ρήμα) - (παρόμοια:
επιστρέφω
-
επιστρέφετε
-
επιστρέψω
)
Συνώνυμα
γυρίζοντας
επανερχόμενος
ξαναγυρνώντας
3
Αντώνυμα
αποχωρώντας
φεύγοντας
απομακρυνόμενος
3
Ορισμός
Επιστρέφω σημαίνει να γυρίζω πίσω σε ένα προηγούμενο σημείο ή κατάσταση.
Επιστρέφω μπορεί επίσης να σημαίνει να δίνω κάτι πίσω στον αρχικό του ιδιοκτήτη.
2
Παραδείγματα
Επιστρέφοντας σπίτι μετά από μια μακριά διαδρομή.
Επιστρέφοντας το βιβλίο που δανείστηκε στη βιβλιοθήκη.
2