1. Συνώνυμα
    • γυρίζω
    • επανέρχομαι
    • ξαναγυρίζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • φεύγω
    • αποχωρώ
    • απομακρύνομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Επιστρέφω σημαίνει να γυρίζω πίσω σε ένα μέρος ή μια κατάσταση από την οποία είχα φύγει.
    • Μπορεί επίσης να σημαίνει να επαναφέρω κάτι στη θέση του ή να το δώσω πίσω στον αρχικό του ιδιοκτήτη.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Μετά από έναν μακρύ ταξίδι, επέστρεψα στο σπίτι μου.
    • Θα επιστρέψω το βιβλίο που δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη αύριο.
    2