Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιταγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιταχύνω
)
Συνώνυμα
εντολή
διαταγή
οδηγία
3
Αντώνυμα
παράκληση
πρόταση
προτροπή
3
Ορισμός
Μια επίσημη εντολή ή διαταγή που εκδίδεται από κάποιον που έχει την εξουσία.
Μια γραπτή εντολή που δίνεται από κάποιον σε μια τράπεζα να πληρώσει ένα συγκεκριμένο ποσό σε κάποιον άλλο.
2
Παραδείγματα
Ο διοικητής έδωσε επιταγή στους στρατιώτες να προχωρήσουν.
Έγραψα μια επιταγή για να πληρώσω τον λογαριασμό μου.
2