1. Λέξη
    επιταγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιταχύνω)
  2. Συνώνυμα
    • εντολή
    • διαταγή
    • οδηγία
    3
  3. Αντώνυμα
    • παράκληση
    • πρόταση
    • προτροπή
    3
  4. Ορισμός
    • Μια επίσημη εντολή ή διαταγή που εκδίδεται από κάποιον που έχει την εξουσία.
    • Μια γραπτή εντολή που δίνεται από κάποιον σε μια τράπεζα να πληρώσει ένα συγκεκριμένο ποσό σε κάποιον άλλο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διοικητής έδωσε επιταγή στους στρατιώτες να προχωρήσουν.
    • Έγραψα μια επιταγή για να πληρώσω τον λογαριασμό μου.
    2