Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιταχύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιταγή
-
επιταχυντής
)
Συνώνυμα
επισπεύδω
εξοργίζω
προωθώ
3
Αντώνυμα
επιβραδύνω
καθυστερώ
εμποδίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να γίνει πιο γρήγορο.
Προκαλώ την ταχύτερη εξέλιξη μιας διαδικασίας.
Αυξάνω την ταχύτητα ενός κινητού αντικειμένου.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να επιταχύνουμε τη διαδικασία για να τελειώσουμε εγκαίρως.
Ο οδηγός επιτάχυνε το αυτοκίνητο όταν άρχισε η ελεύθερη λωρίδα.
Η νέα τεχνολογία βοήθησε να επιταχυνθεί η παραγωγή.
3