1. Λέξη
    επιφυλάσσω (ρήμα) - (παρόμοια: φυλάσσω - επιφυλακή)
  2. Συνώνυμα
    • διατηρώ
    • κρατώ
    • αποθηκεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • εγκαταλείπω
    • παραδίδω
    3
  4. Ορισμός
    • Κρατώ κάτι σε εφεδρεία για μελλοντική χρήση.
    • Διατηρώ μια στάση επιφύλαξης ή δισταγμού.
    • Αποθηκεύω ή κρατώ κάτι σε απόθεμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Επιφυλάσσω το δικαίωμα να αλλάξω γνώμη.
    • Ο στρατός επιφυλάσσει πολλά οχήματα για έκτακτες ανάγκες.
    • Επιφυλάσσω τις κρίσεις μου μέχρι να ακούσω όλες τις πλευρές.
    3