Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιφυλάσσω (ρήμα) - (παρόμοια:
φυλάσσω
-
επιφυλακή
)
Συνώνυμα
διατηρώ
κρατώ
αποθηκεύω
3
Αντώνυμα
αφήνω
εγκαταλείπω
παραδίδω
3
Ορισμός
Κρατώ κάτι σε εφεδρεία για μελλοντική χρήση.
Διατηρώ μια στάση επιφύλαξης ή δισταγμού.
Αποθηκεύω ή κρατώ κάτι σε απόθεμα.
3
Παραδείγματα
Επιφυλάσσω το δικαίωμα να αλλάξω γνώμη.
Ο στρατός επιφυλάσσει πολλά οχήματα για έκτακτες ανάγκες.
Επιφυλάσσω τις κρίσεις μου μέχρι να ακούσω όλες τις πλευρές.
3