1. Λέξη
    επιφυλακή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιφυλακτικός - φυλακή - εθνοφυλακή - επιφυλάσσω)
  2. Συνώνυμα
    • προσοχή
    • συγκράτηση
    • προφύλαξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροσεξία
    • απερισκεψία
    • απροστασία
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραμένει σε εγρήγορση ή προσοχή για να αποφύγει κινδύνους ή απρόοπτες καταστάσεις.
    • Η προσωρινή αναστολή μιας ενέργειας ή απόφασης μέχρι να εξακριβωθούν περισσότερες πληροφορίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι αρχές κράτησαν επιφυλακή λόγω των πλημμυρικών προβλέψεων.
    • Η απόφαση για την επένδυση βρίσκεται σε επιφυλακή μέχρι να γίνει η απαραίτητη έρευνα αγοράς.
    2