Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιφυλακή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιφυλακτικός
-
φυλακή
-
εθνοφυλακή
-
επιφυλάσσω
)
Συνώνυμα
προσοχή
συγκράτηση
προφύλαξη
3
Αντώνυμα
απροσεξία
απερισκεψία
απροστασία
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραμένει σε εγρήγορση ή προσοχή για να αποφύγει κινδύνους ή απρόοπτες καταστάσεις.
Η προσωρινή αναστολή μιας ενέργειας ή απόφασης μέχρι να εξακριβωθούν περισσότερες πληροφορίες.
2
Παραδείγματα
Οι αρχές κράτησαν επιφυλακή λόγω των πλημμυρικών προβλέψεων.
Η απόφαση για την επένδυση βρίσκεται σε επιφυλακή μέχρι να γίνει η απαραίτητη έρευνα αγοράς.
2