1. Λέξη
    επιχειρησιακός (επίθετο) - (παρόμοια: επιχειρηματικός - επιχειρώ - επιχειρηματική - επιχειρηματίας)
  2. Συνώνυμα
    • λειτουργικός
    • πρακτικός
    • αποτελεσματικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αχρησιμοποίητος
    • απρακτικός
    • ανεπιτυχής
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την επιχείρηση ή τη λειτουργία ενός συστήματος ή οργανισμού.
    • Που έχει σχέση με στρατιωτικές ή επιχειρησιακές ενέργειες.
    • Που αποσκοπεί στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων με αποτελεσματικό τρόπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η επιχειρησιακή ετοιμότητα της ομάδας ήταν εντυπωσιακή.
    • Το επιχειρησιακό σχέδιο περιλάμβανε λεπτομερείς οδηγίες.
    • Οι επιχειρησιακές δαπάνες αυξήθηκαν φέτος.
    3