Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιχειρησιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
επιχειρηματικός
-
επιχειρώ
-
επιχειρηματική
-
επιχειρηματίας
)
Συνώνυμα
λειτουργικός
πρακτικός
αποτελεσματικός
3
Αντώνυμα
αχρησιμοποίητος
απρακτικός
ανεπιτυχής
3
Ορισμός
Σχετικός με την επιχείρηση ή τη λειτουργία ενός συστήματος ή οργανισμού.
Που έχει σχέση με στρατιωτικές ή επιχειρησιακές ενέργειες.
Που αποσκοπεί στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων με αποτελεσματικό τρόπο.
3
Παραδείγματα
Η επιχειρησιακή ετοιμότητα της ομάδας ήταν εντυπωσιακή.
Το επιχειρησιακό σχέδιο περιλάμβανε λεπτομερείς οδηγίες.
Οι επιχειρησιακές δαπάνες αυξήθηκαν φέτος.
3