1. Συνώνυμα
    • προσπαθώ
    • αποπειρώμαι
    • δοκιμάζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποτυγχάνω
    • εγκαταλείπω
    • παραιτούμαι
    3
  3. Ορισμός
    • Κάνω μια προσπάθεια να πετύχω κάτι.
    • Ασχολούμαι με μια επιχείρηση ή ένα εγχείρημα.
    • Προσπαθώ να αντιμετωπίσω μια δυσκολία ή πρόκληση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Θα επιχειρήσω να λύσω αυτό το πρόβλημα.
    • Η εταιρεία επιχειρεί να επεκταθεί σε νέες αγορές.
    • Επιχείρησε να σηκώσει το βαρύ κιβώτιο, αλλά δεν τα κατάφερε.
    3