Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιχειρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
επιχειρηματική
-
επιχειρησιακός
-
επιχειρηματίας
-
επιχειρηματικός
)
Συνώνυμα
προσπαθώ
αποπειρώμαι
δοκιμάζω
3
Αντώνυμα
αποτυγχάνω
εγκαταλείπω
παραιτούμαι
3
Ορισμός
Κάνω μια προσπάθεια να πετύχω κάτι.
Ασχολούμαι με μια επιχείρηση ή ένα εγχείρημα.
Προσπαθώ να αντιμετωπίσω μια δυσκολία ή πρόκληση.
3
Παραδείγματα
Θα επιχειρήσω να λύσω αυτό το πρόβλημα.
Η εταιρεία επιχειρεί να επεκταθεί σε νέες αγορές.
Επιχείρησε να σηκώσει το βαρύ κιβώτιο, αλλά δεν τα κατάφερε.
3