1. Λέξη
    επωφεληθώ (ρήμα) - (παρόμοια: επωφελούμαι - επιβληθώ)
  2. Συνώνυμα
    • ωφελούμαι
    • αποκομίζω όφελος
    • κερδίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ζημιώνομαι
    • χάνω
    2
  4. Ορισμός
    • Αποκομίζω όφελος ή κέρδος από κάτι.
    • Βρίσκω κάποιο πλεονέκτημα ή ωφέλεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μπορείς να επωφεληθείς από αυτή την προσφορά.
    • Επωφελήθηκα πολύ από τις συμβουλές του.
    2