Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επωφεληθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
επωφελούμαι
-
επιβληθώ
)
Συνώνυμα
ωφελούμαι
αποκομίζω όφελος
κερδίζω
3
Αντώνυμα
ζημιώνομαι
χάνω
2
Ορισμός
Αποκομίζω όφελος ή κέρδος από κάτι.
Βρίσκω κάποιο πλεονέκτημα ή ωφέλεια.
2
Παραδείγματα
Μπορείς να επωφεληθείς από αυτή την προσφορά.
Επωφελήθηκα πολύ από τις συμβουλές του.
2