1. Λέξη
    επιβληθώ (ρήμα) - (παρόμοια: επιβλέπω - επωφεληθώ)
  2. Συνώνυμα
    • επιτεθώ
    • επεμβαίνω
    • προσβάλλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμύνομαι
    • προστατεύω
    • υπερασπίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να υποστώ επίθεση ή να γίνω στόχος επιθετικής ενέργειας.
    • Να βρεθώ σε δύσκολη θέση ή να αντιμετωπίσω πρόβλημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατός επεβλήθη από τα εχθρικά στρατεύματα.
    • Η εταιρεία επεβλήθη από οικονομική κρίση.
    2