Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιβληθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
επιβλέπω
-
επωφεληθώ
)
Συνώνυμα
επιτεθώ
επεμβαίνω
προσβάλλω
3
Αντώνυμα
αμύνομαι
προστατεύω
υπερασπίζομαι
3
Ορισμός
Να υποστώ επίθεση ή να γίνω στόχος επιθετικής ενέργειας.
Να βρεθώ σε δύσκολη θέση ή να αντιμετωπίσω πρόβλημα.
2
Παραδείγματα
Ο στρατός επεβλήθη από τα εχθρικά στρατεύματα.
Η εταιρεία επεβλήθη από οικονομική κρίση.
2