Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επόπτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επισκέπτης
)
Συνώνυμα
επιτηρητής
ελεγκτής
παρατηρητής
3
Αντώνυμα
υποτελής
υπάλληλος
υποχείριο
3
Ορισμός
Πρόσωπο που επιβλέπει ή ελέγχει μια διαδικασία ή μια ομάδα ανθρώπων.
Αξιωματούχος που έχει την ευθύνη της εποπτείας σε μια οργάνωση ή ίδρυμα.
2
Παραδείγματα
Ο επόπτης έκανε συνεχή έλεγχο στην ποιότητα των προϊόντων.
Ο επόπτης του σχολείου ήταν υπεύθυνος για την τήρηση του κανονισμού.
2