1. Λέξη
    επόπτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επισκέπτης)
  2. Συνώνυμα
    • επιτηρητής
    • ελεγκτής
    • παρατηρητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποτελής
    • υπάλληλος
    • υποχείριο
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που επιβλέπει ή ελέγχει μια διαδικασία ή μια ομάδα ανθρώπων.
    • Αξιωματούχος που έχει την ευθύνη της εποπτείας σε μια οργάνωση ή ίδρυμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο επόπτης έκανε συνεχή έλεγχο στην ποιότητα των προϊόντων.
    • Ο επόπτης του σχολείου ήταν υπεύθυνος για την τήρηση του κανονισμού.
    2