Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επισκέπτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επισκέπτρια
-
επισκέπτομαι
-
επιστάτης
-
επόπτης
)
Συνώνυμα
επισκέπτομαι
επισκέπτομαι
επισκέπτομαι
3
Αντώνυμα
κάτοικος
μόνιμος κάτοικος
2
Ορισμός
Άτομο που επισκέπτεται κάποιον ή κάτι, συνήθως για σύντομο χρονικό διάστημα.
Πρόσωπο που βρίσκεται σε έναν τόπο για σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς να είναι μόνιμος κάτοικος.
2
Παραδείγματα
Ο επισκέπτης έφτασε στο ξενοδοχείο το απόγευμα.
Οι επισκέπτες του μουσείου θα πρέπει να ακολουθούν τους κανόνες ασφαλείας.
2