1. Λέξη
    επισκέπτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επισκέπτρια - επισκέπτομαι - επιστάτης - επόπτης)
  2. Συνώνυμα
    • επισκέπτομαι
    • επισκέπτομαι
    • επισκέπτομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • κάτοικος
    • μόνιμος κάτοικος
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που επισκέπτεται κάποιον ή κάτι, συνήθως για σύντομο χρονικό διάστημα.
    • Πρόσωπο που βρίσκεται σε έναν τόπο για σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς να είναι μόνιμος κάτοικος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο επισκέπτης έφτασε στο ξενοδοχείο το απόγευμα.
    • Οι επισκέπτες του μουσείου θα πρέπει να ακολουθούν τους κανόνες ασφαλείας.
    2