Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εργάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνεργάτης
-
εργοδότης
)
Συνώνυμα
εργαζόμενος
χειρώνακτας
χειριστής
3
Αντώνυμα
εργοδότης
αφεντικό
2
Ορισμός
Άτομο που εργάζεται σε μια δουλειά, συνήθως σε φυσική ή χειρωνακτική εργασία.
Μέλος της εργατικής τάξης που δεν κατέχει τα μέσα παραγωγής.
2
Παραδείγματα
Ο εργάτης εργάζεται σκληρά για να συντηρήσει την οικογένειά του.
Οι εργάτες του εργοστασίου απεργούν για καλύτερες συνθήκες εργασίας.
2