Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεργάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εργάτης
-
συνεργάσιμη
-
συνεργός
-
συνεργάζομαι
-
συνεργάσιμος
-
συνεργείο
-
συνεργαστώ
-
συνεργασία
)
Συνώνυμα
συνάδελφος
συμπράττορας
συνεργάτης
3
Αντώνυμα
ανταγωνιστής
αντίπαλος
2
Ορισμός
Άτομο που συνεργάζεται με κάποιον άλλο για την επίτευξη ενός κοινού στόχου.
Άτομο που συμμετέχει σε μια κοινή προσπάθεια ή εργασία.
2
Παραδείγματα
Ο συνεργάτης μου στο έργο ήταν πολύ εξειδικευμένος.
Ο νέος συνεργάτης προσέφερε πολλές καινοτομίες στην εταιρεία.
2