Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εργαλείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μεγαλείο
-
εργαλειοθήκη
)
Συνώνυμα
σύνεργο
μηχάνημα
εξάρτημα
3
Αντώνυμα
αχρησιμοποίητο
άχρηστο
2
Ορισμός
Ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας ή λειτουργίας.
Μια συσκευή ή μηχανισμός που βοηθά στην επίτευξη ενός στόχου.
2
Παραδείγματα
Το σφυρί είναι ένα βασικό εργαλείο για κάθε ξυλουργό.
Ο υπολογιστής είναι ένα απαραίτητο εργαλείο στη σύγχρονη εργασία.
2