Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εργαλειοθήκη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εργαλείο
)
Συνώνυμα
εργαλειοδοχείο
κιβώτιο εργαλείων
κασετίνα εργαλείων
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα κουτί ή θήκη όπου φυλάσσονται εργαλεία.
Μια συλλογή από εργαλεία που χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένες εργασίες.
2
Παραδείγματα
Ο μηχανικός άνοιξε την εργαλειοθήκη του για να βρει το σωστό εργαλείο.
Η εργαλειοθήκη του ξυλουργού περιείχε πριόνια, σφυριά και άλλα απαραίτητα εργαλεία.
2