1. Λέξη
    εργαλειοθήκη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εργαλείο)
  2. Συνώνυμα
    • εργαλειοδοχείο
    • κιβώτιο εργαλείων
    • κασετίνα εργαλείων
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα κουτί ή θήκη όπου φυλάσσονται εργαλεία.
    • Μια συλλογή από εργαλεία που χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένες εργασίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μηχανικός άνοιξε την εργαλειοθήκη του για να βρει το σωστό εργαλείο.
    • Η εργαλειοθήκη του ξυλουργού περιείχε πριόνια, σφυριά και άλλα απαραίτητα εργαλεία.
    2