Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εργαστηριακός (επίθετο) - (παρόμοια:
εργασιακός
-
αρτηριακός
)
Συνώνυμα
τεχνικός
πειραματικός
εργοστασιακός
3
Αντώνυμα
θεωρητικός
μη πρακτικός
2
Ορισμός
Σχετικός με εργαστήριο ή εργαστηριακές διαδικασίες.
Που γίνεται σε εργαστήριο ή με εργαστηριακές μεθόδους.
Που χρησιμοποιείται σε εργαστήριο.
3
Παραδείγματα
Το εργαστηριακό περιβάλλον ήταν εξαιρετικά ελεγχόμενο.
Οι εργαστηριακές αναλύσεις έδειξαν υψηλή ακρίβεια.
Χρειαζόμαστε εργαστηριακό εξοπλισμό για το πείραμα.
3