1. Λέξη
    εργαστηριακός (επίθετο) - (παρόμοια: εργασιακός - αρτηριακός)
  2. Συνώνυμα
    • τεχνικός
    • πειραματικός
    • εργοστασιακός
    3
  3. Αντώνυμα
    • θεωρητικός
    • μη πρακτικός
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με εργαστήριο ή εργαστηριακές διαδικασίες.
    • Που γίνεται σε εργαστήριο ή με εργαστηριακές μεθόδους.
    • Που χρησιμοποιείται σε εργαστήριο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το εργαστηριακό περιβάλλον ήταν εξαιρετικά ελεγχόμενο.
    • Οι εργαστηριακές αναλύσεις έδειξαν υψηλή ακρίβεια.
    • Χρειαζόμαστε εργαστηριακό εξοπλισμό για το πείραμα.
    3