Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ερωτευμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
ερωτευμένος
-
ερωμένη
-
ερωτευτώ
-
γοητευμένη
)
Συνώνυμα
ερωτευμένος
ερωτευμένοι
ερωτευμένες
3
Αντώνυμα
αδιάφορος
απαθής
ασυγκίνητος
3
Ορισμός
Αυτός ή αυτή που βρίσκεται σε κατάσταση έρωτα.
Αυτός ή αυτή που νιώθει έντονα συναισθήματα αγάπης προς κάποιον.
2
Παραδείγματα
Η ερωτευμένη κοπέλα δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τον αγαπημένο της.
Ο ερωτευμένος νεαρός έγραψε ένα ποίημα για την αγαπημένη του.
2