1. Λέξη
    ερωτευμένη (επίθετο) - (παρόμοια: ερωτευμένος - ερωμένη - ερωτευτώ - γοητευμένη)
  2. Συνώνυμα
    • ερωτευμένος
    • ερωτευμένοι
    • ερωτευμένες
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιάφορος
    • απαθής
    • ασυγκίνητος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός ή αυτή που βρίσκεται σε κατάσταση έρωτα.
    • Αυτός ή αυτή που νιώθει έντονα συναισθήματα αγάπης προς κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ερωτευμένη κοπέλα δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τον αγαπημένο της.
    • Ο ερωτευμένος νεαρός έγραψε ένα ποίημα για την αγαπημένη του.
    2