Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ερωτευμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ερωτευμένη
-
γοητευμένος
-
ερωτευτώ
-
εκπαιδευμένος
)
Συνώνυμα
ερωτευμένος
ερωτοχτυπημένος
ερωτοπληγωμένος
3
Αντώνυμα
αδιάφορος
απαθής
ασυγκίνητος
3
Ορισμός
Όποιος βρίσκεται σε κατάσταση έρωτα ή έχει ερωτευτεί κάποιον.
Όποιος νιώθει έντονα συναισθήματα αγάπης και έλξης προς κάποιον.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι ερωτευμένος με τη Μαρία και δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο.
Όταν είσαι ερωτευμένος, όλα φαίνονται πιο όμορφα και ευχάριστα.
2