1. Λέξη
    ερωτευμένος (επίθετο) - (παρόμοια: ερωτευμένη - γοητευμένος - ερωτευτώ - εκπαιδευμένος)
  2. Συνώνυμα
    • ερωτευμένος
    • ερωτοχτυπημένος
    • ερωτοπληγωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιάφορος
    • απαθής
    • ασυγκίνητος
    3
  4. Ορισμός
    • Όποιος βρίσκεται σε κατάσταση έρωτα ή έχει ερωτευτεί κάποιον.
    • Όποιος νιώθει έντονα συναισθήματα αγάπης και έλξης προς κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι ερωτευμένος με τη Μαρία και δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο.
    • Όταν είσαι ερωτευμένος, όλα φαίνονται πιο όμορφα και ευχάριστα.
    2