Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εσφαλμένα (επίρρημα) - (παρόμοια:
εσφαλμένος
)
Συνώνυμα
λανθασμένα
ανακριβώς
εσφαλμένα
3
Αντώνυμα
σωστά
ακριβώς
ορθά
3
Ορισμός
Με τρόπο που περιέχει λάθος ή δεν είναι σωστός.
Με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή στην αλήθεια.
2
Παραδείγματα
Υπολόγισε εσφαλμένα το ποσό και έδωσε λιγότερα χρήματα.
Απάντησε εσφαλμένα στις ερωτήσεις του διαγωνίσματος.
2