1. Λέξη
    εσφαλμένος (επίθετο) - (παρόμοια: εσφαλμένα - εξασφαλισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • λανθασμένος
    • ανακριβής
    • αποτυχημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • σωστός
    • ακριβής
    • ορθός
    3
  4. Ορισμός
    • που περιέχει λάθος ή δεν είναι σωστός
    • που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή στην αλήθεια
    • που δεν έχει επιτύχει τον σκοπό του
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η εσφαλμένη απάντηση οδήγησε σε σύγχυση.
    • Έκανε μια εσφαλμένη κίνηση που κόστισε την ομάδα.
    • Οι εσφαλμένες πληροφορίες δημιούργησαν πρόβλημα.
    3