Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ετοιμάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ετοιμάζω
-
ετοιμάζομαι
-
ετοιμασία
)
Συνώνυμα
προετοιμάζω
εξοπλίζω
προπαρασκευάζω
3
Αντώνυμα
αφήνω απροετοίμαστο
αμελώ
2
Ορισμός
Να κάνω κάτι έτοιμο για χρήση ή για μια συγκεκριμένη περίσταση.
Να προετοιμάζω κάτι με προσοχή και σκοπιμότητα.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να ετοιμάσω την παρουσίαση για την επόμενη εβδομάδα.
Η μαμά ετοίμασε το δωμάτιο για τους επισκέπτες.
2