1. Λέξη
    ετοιμάσω (ρήμα) - (παρόμοια: ετοιμάζω - ετοιμάζομαι - ετοιμασία)
  2. Συνώνυμα
    • προετοιμάζω
    • εξοπλίζω
    • προπαρασκευάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω απροετοίμαστο
    • αμελώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι έτοιμο για χρήση ή για μια συγκεκριμένη περίσταση.
    • Να προετοιμάζω κάτι με προσοχή και σκοπιμότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να ετοιμάσω την παρουσίαση για την επόμενη εβδομάδα.
    • Η μαμά ετοίμασε το δωμάτιο για τους επισκέπτες.
    2