Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ετοιμάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ετοιμάσω
-
προετοιμάζω
-
ετοιμάζομαι
-
ετοιμασία
)
Συνώνυμα
προετοιμάζω
εξοπλίζω
συντηρώ
3
Αντώνυμα
αφήνω
αμελώ
παραμελώ
3
Ορισμός
Κάνω κάτι έτοιμο για χρήση ή για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Προετοιμάζω κάποιον ή κάτι για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή γεγονός.
2
Παραδείγματα
Ετοίμασα το δείπνο για τους φίλους μου.
Πρέπει να ετοιμάσεις την παρουσίασή σου για την επόμενη εβδομάδα.
2