Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευαίσθητος (επίθετο) - (παρόμοια:
αναίσθητος
)
Συνώνυμα
ευπαθής
ευερέθιστος
ευάλωτος
3
Αντώνυμα
αναισθητος
απαθής
σκληρός
3
Ορισμός
Που αντιδρά εύκολα ή έντονα σε εξωτερικές επιρροές ή ερεθίσματα.
Που δείχνει μεγάλη ευαισθησία ή ευαισθητοποίηση σε θέματα.
2
Παραδείγματα
Η Μαρία είναι πολύ ευαίσθητη στις κριτικές.
Ένα ευαίσθητο θέμα που απαιτεί προσοχή είναι η προστασία του περιβάλλοντος.
2