1. Λέξη
    αναίσθητος (επίθετο) - (παρόμοια: ευαίσθητος - ανόητος - αναπάντητος)
  2. Συνώνυμα
    • αναισθητοποιημένος
    • απρόσεκτος
    • αδιάφορος
    3
  3. Αντώνυμα
    • συναισθηματικός
    • ευαίσθητος
    • προσεκτικός
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς αίσθηση ή συναίσθηση.
    • Που δεν αντιλαμβάνεται ή δεν ενδιαφέρεται για τα συναισθήματα των άλλων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά την αναισθησία, ο ασθενής παρέμεινε αναίσθητος για αρκετές ώρες.
    • Η αναίσθητη συμπεριφορά του προκάλεσε θλίψη στους γύρω του.
    2