Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναίσθητος (επίθετο) - (παρόμοια:
ευαίσθητος
-
ανόητος
-
αναπάντητος
)
Συνώνυμα
αναισθητοποιημένος
απρόσεκτος
αδιάφορος
3
Αντώνυμα
συναισθηματικός
ευαίσθητος
προσεκτικός
3
Ορισμός
Χωρίς αίσθηση ή συναίσθηση.
Που δεν αντιλαμβάνεται ή δεν ενδιαφέρεται για τα συναισθήματα των άλλων.
2
Παραδείγματα
Μετά την αναισθησία, ο ασθενής παρέμεινε αναίσθητος για αρκετές ώρες.
Η αναίσθητη συμπεριφορά του προκάλεσε θλίψη στους γύρω του.
2