Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευαισθησία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναισθησία
)
Συνώνυμα
ευπάθεια
ευαισθησία
ευαίσθητο
3
Αντώνυμα
αναισθησία
απάθεια
αδυναμία
3
Ορισμός
Η ιδιότητα κάποιου να αντιδρά εύκολα σε εξωτερικές επιρροές ή ερεθίσματα.
Η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς με ευκολία και ακρίβεια τις λεπτές διαφορές ή τις αλλαγές.
2
Παραδείγματα
Η ευαισθησία της επιδερμίδας της κάνει να ερεθίζεται εύκολα από τον ήλιο.
Η ευαισθησία του μουσικού του επέτρεπε να διακρίνει ακόμα και τις πιο μικρές διαφοροποιήσεις στη μελωδία.
2