1. Λέξη
    ευαισθησία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναισθησία)
  2. Συνώνυμα
    • ευπάθεια
    • ευαισθησία
    • ευαίσθητο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναισθησία
    • απάθεια
    • αδυναμία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα κάποιου να αντιδρά εύκολα σε εξωτερικές επιρροές ή ερεθίσματα.
    • Η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς με ευκολία και ακρίβεια τις λεπτές διαφορές ή τις αλλαγές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ευαισθησία της επιδερμίδας της κάνει να ερεθίζεται εύκολα από τον ήλιο.
    • Η ευαισθησία του μουσικού του επέτρεπε να διακρίνει ακόμα και τις πιο μικρές διαφοροποιήσεις στη μελωδία.
    2