Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευνοϊκός (επίθετο) - (παρόμοια:
ευνοώ
)
Συνώνυμα
καλόβουλος
φιλικός
ευγενικός
επιεικής
4
Αντώνυμα
δυσμενής
εχθρικός
αποκρουστικός
αντιπαθής
4
Ορισμός
που ευνοεί ή βοηθά κάποιον ή κάτι
που δείχνει καλή διάθεση ή ευγένεια
που είναι ευπρόσδεκτος ή υποστηρικτικός
3
Παραδείγματα
Ο καιρός ήταν ευνοϊκός για την εξόρμηση.
Έλαβε μια ευνοϊκή απάντηση από τον διευθυντή.
Οι ευνοϊκές συνθήκες βοήθησαν στην επιτυχία του έργου.
3