1. Λέξη
    ευνοϊκός (επίθετο) - (παρόμοια: ευνοώ)
  2. Συνώνυμα
    • καλόβουλος
    • φιλικός
    • ευγενικός
    • επιεικής
    4
  3. Αντώνυμα
    • δυσμενής
    • εχθρικός
    • αποκρουστικός
    • αντιπαθής
    4
  4. Ορισμός
    • που ευνοεί ή βοηθά κάποιον ή κάτι
    • που δείχνει καλή διάθεση ή ευγένεια
    • που είναι ευπρόσδεκτος ή υποστηρικτικός
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο καιρός ήταν ευνοϊκός για την εξόρμηση.
    • Έλαβε μια ευνοϊκή απάντηση από τον διευθυντή.
    • Οι ευνοϊκές συνθήκες βοήθησαν στην επιτυχία του έργου.
    3