Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευνοώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ευνοϊκός
-
ευνούχος
)
Συνώνυμα
υποστηρίζω
προωθώ
βοηθώ
3
Αντώνυμα
εμποδίζω
αντιτίθεμαι
εναντιώνομαι
3
Ορισμός
Να βοηθάω κάποιον ή κάτι να προοδεύσει ή να επιτύχει.
Να δείχνω ευνοϊκή στάση ή συμπάθεια προς κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος ευνοεί τους μαθητές που μελετούν σκληρά.
Οι καιρικές συνθήκες ευνοούν την καλλιέργεια των ελιών.
2