1. Λέξη
    ευνοώ (ρήμα) - (παρόμοια: ευνοϊκός - ευνούχος)
  2. Συνώνυμα
    • υποστηρίζω
    • προωθώ
    • βοηθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμποδίζω
    • αντιτίθεμαι
    • εναντιώνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να βοηθάω κάποιον ή κάτι να προοδεύσει ή να επιτύχει.
    • Να δείχνω ευνοϊκή στάση ή συμπάθεια προς κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος ευνοεί τους μαθητές που μελετούν σκληρά.
    • Οι καιρικές συνθήκες ευνοούν την καλλιέργεια των ελιών.
    2