1. Λέξη
    ευνούχος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ευνοώ)
  2. Συνώνυμα
    • αποκλεισμένος
    • στερημένος
    2
  3. Αντώνυμα
    • γόνιμος
    • ανδρώδης
    2
  4. Ορισμός
    • Άνδρας που έχει υποστεί ευνουχισμό, δηλαδή αφαίρεση των γεννητικών του οργάνων.
    • Προσωνυμία για άνδρα που θεωρείται αδύναμος ή στερείται ανδρικότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ευνούχος ήταν υπεύθυνος για το χαρέμι του σουλτάνου.
    • Σε μερικές αρχαίες κοινωνίες, οι ευνούχοι κατείχαν σημαντικές θέσεις στην αυλή.
    2