Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευνούχος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ευνοώ
)
Συνώνυμα
αποκλεισμένος
στερημένος
2
Αντώνυμα
γόνιμος
ανδρώδης
2
Ορισμός
Άνδρας που έχει υποστεί ευνουχισμό, δηλαδή αφαίρεση των γεννητικών του οργάνων.
Προσωνυμία για άνδρα που θεωρείται αδύναμος ή στερείται ανδρικότητας.
2
Παραδείγματα
Ο ευνούχος ήταν υπεύθυνος για το χαρέμι του σουλτάνου.
Σε μερικές αρχαίες κοινωνίες, οι ευνούχοι κατείχαν σημαντικές θέσεις στην αυλή.
2