Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευπρέπεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αξιοπρέπεια
)
Συνώνυμα
κομψότητα
καλαισθησία
προσοχή
σεμνότητα
4
Αντώνυμα
απρέπεια
αγενής συμπεριφορά
ασεβεια
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του ευπρεπούς, η ικανότητα να συμπεριφέρεται κανείς με τρόπο που είναι κομψός και σεβαστός.
Η συμπεριφορά ή η εμφάνιση που είναι κατάλληλη και σεβαστή σε μια δεδομένη κοινωνική κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Η ευπρέπεια απαιτείται σε επίσημες εκδηλώσεις.
Η ευπρέπεια στη συμπεριφορά του τον έκανε να ξεχωρίζει.
2