1. Λέξη
    ευχηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: προσευχηθώ)
  2. Συνώνυμα
    • ευλογηθώ
    • ευλογημένος
    • ευλογημένος να είσαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταραμένος
    • αναθεματισμένος
    2
  4. Ορισμός
    • Να γίνω αντικείμενο ευλογίας ή θεϊκής χάρης.
    • Να δοθούν ευλογίες σε κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ευχήθηκα από τον παπά κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
    • Οι νεόνυμφοι ευχήθηκαν από τους καλεσμένους τους.
    2