Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευχηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
προσευχηθώ
)
Συνώνυμα
ευλογηθώ
ευλογημένος
ευλογημένος να είσαι
3
Αντώνυμα
καταραμένος
αναθεματισμένος
2
Ορισμός
Να γίνω αντικείμενο ευλογίας ή θεϊκής χάρης.
Να δοθούν ευλογίες σε κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ευχήθηκα από τον παπά κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
Οι νεόνυμφοι ευχήθηκαν από τους καλεσμένους τους.
2