1. Λέξη
    προσευχηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: προσευχή - ευχηθώ)
  2. Συνώνυμα
    • προσεύχομαι
    • ευχηθώ
    • δυσωπώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • βλασφημώ
    • καταριέμαι
    2
  4. Ορισμός
    • Να εκφράσω ευχή ή δέηση προς κάποιον θεό ή ανώτερη δύναμη.
    • Να ζητήσω κάτι με ταπεινότητα και ευλάβεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προσευχήθηκα για την υγεία της οικογένειάς μου.
    • Όταν βρέθηκε σε δύσκολη θέση, προσευχήθηκε για βοήθεια.
    2