1. Λέξη
    εύρεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξεύρεση - εφεύρεση - ανεύρεση - συνεύρεση)
  2. Συνώνυμα
    • ανακάλυψη
    • εύρημα
    • εξαγωγή
    3
  3. Αντώνυμα
    • απώλεια
    • αγνόηση
    • αδιαφορία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να βρίσκει κάποιος κάτι που αναζητούσε ή που δεν ήταν γνωστό.
    • Το να εντοπίζει κάποιος μια λύση ή μια απάντηση σε ένα πρόβλημα ή ερώτημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εύρεση του χαμένου κλειδιού ήταν μια μεγάλη ανακούφιση.
    • Η εύρεση νέων πηγών ενέργειας είναι κρίσιμη για το περιβάλλον.
    2