Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εύρεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξεύρεση
-
εφεύρεση
-
ανεύρεση
-
συνεύρεση
)
Συνώνυμα
ανακάλυψη
εύρημα
εξαγωγή
3
Αντώνυμα
απώλεια
αγνόηση
αδιαφορία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να βρίσκει κάποιος κάτι που αναζητούσε ή που δεν ήταν γνωστό.
Το να εντοπίζει κάποιος μια λύση ή μια απάντηση σε ένα πρόβλημα ή ερώτημα.
2
Παραδείγματα
Η εύρεση του χαμένου κλειδιού ήταν μια μεγάλη ανακούφιση.
Η εύρεση νέων πηγών ενέργειας είναι κρίσιμη για το περιβάλλον.
2