Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξεύρεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εύρεση
-
εφεύρεση
-
ανεύρεση
-
εξαίρεση
-
συνεύρεση
)
Συνώνυμα
ανακάλυψη
εύρεση
επινόηση
3
Αντώνυμα
απώλεια
ξεχασιά
λήθη
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της εύρεσης ή της δημιουργίας κάτι νέου.
Η ενέργεια του να ανακαλύπτεις κάτι που ήταν άγνωστο ή κρυμμένο.
2
Παραδείγματα
Η εξεύρεση της Αμερικής από τον Κολόμβο άλλαξε την ιστορία.
Η εξεύρεση νέων θεραπευτικών μεθόδων είναι ζωτικής σημασίας για την ιατρική.
2