1. Λέξη
    εξεύρεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εύρεση - εφεύρεση - ανεύρεση - εξαίρεση - συνεύρεση)
  2. Συνώνυμα
    • ανακάλυψη
    • εύρεση
    • επινόηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • απώλεια
    • ξεχασιά
    • λήθη
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της εύρεσης ή της δημιουργίας κάτι νέου.
    • Η ενέργεια του να ανακαλύπτεις κάτι που ήταν άγνωστο ή κρυμμένο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εξεύρεση της Αμερικής από τον Κολόμβο άλλαξε την ιστορία.
    • Η εξεύρεση νέων θεραπευτικών μεθόδων είναι ζωτικής σημασίας για την ιατρική.
    2