1. Λέξη
    ζαλίσω (ρήμα) - (παρόμοια: ζαλίζω)
  2. Συνώνυμα
    • ζαλιάζω
    • ζαλίζω
    • ζαλώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • σταθεροποιώ
    2
  4. Ορισμός
    • Νιώθω ζάλη ή προκαλώ σε κάποιον ζάλη.
    • Κάνω κάποιον να χάσει την ισορροπία του ή να μην μπορεί να σκεφτεί καθαρά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δυνατός ήχος με ζάλισε και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ.
    • Η κίνηση του πλοίου ζάλισε τους περισσότερους επιβάτες.
    2