Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ζαλίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ζαλίζομαι
-
ζαλίσω
-
γυαλίζω
-
σκαλίζω
)
Συνώνυμα
ζαλώνω
ζαλίζομαι
ζαλιστικός
3
Αντώνυμα
σταθεροποιώ
ηρεμώ
2
Ορισμός
Νιώθω ή προκαλώ αίσθηση ζαλάδας ή σκοτοδίνη.
Προκαλώ σύγχυση ή αστάθεια.
2
Παραδείγματα
Οι γρήγορες στροφές με ζάλισαν.
Τα πολλά νέα με ζάλισαν και δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά.
2