Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ζεστασιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ζεσταθώ
-
ζεσταίνω
-
ζεστό
)
Συνώνυμα
θερμότητα
ζέστη
καύσωνας
3
Αντώνυμα
ψύχρα
κρύο
ψύχος
3
Ορισμός
Η αίσθηση ή η κατάσταση της υψηλής θερμοκρασίας.
Η ποσότητα θερμότητας που εκπέμπεται από κάτι.
Η ατμόσφαιρα ή το κλίμα που χαρακτηρίζεται από υψηλή θερμοκρασία.
3
Παραδείγματα
Η ζεστασιά του καλοκαιριού ήταν αφόρητη.
Η ζεστασιά της εστίας μας κράτησε ζεστούς όλο το βράδυ.
Αισθάνθηκε μια ευχάριστη ζεστασιά όταν την αγκάλιασε.
3