Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ζεσταίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ζεσταίνομαι
-
ζεσταθώ
-
ζεστασιά
-
ζεστό
-
ανασταίνω
)
Συνώνυμα
θερμαίνω
ζεσταίνω
φλογίζω
3
Αντώνυμα
κρυώνω
ψύχω
παγώνω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι ή κάποιον να γίνει πιο ζεστό.
Να αυξάνω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή χώρου.
Να προκαλώ αίσθηση θερμότητας.
3
Παραδείγματα
Ζέσταινα το γάλα πριν το πιω.
Ο ήλιος ζεσταίνει το δωμάτιο το χειμώνα.
Η καυτή σούπα ζεσταίνει το σώμα.
3