1. Λέξη
    ζεσταίνω (ρήμα) - (παρόμοια: ζεσταίνομαι - ζεσταθώ - ζεστασιά - ζεστό - ανασταίνω)
  2. Συνώνυμα
    • θερμαίνω
    • ζεσταίνω
    • φλογίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρυώνω
    • ψύχω
    • παγώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι ή κάποιον να γίνει πιο ζεστό.
    • Να αυξάνω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή χώρου.
    • Να προκαλώ αίσθηση θερμότητας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ζέσταινα το γάλα πριν το πιω.
    • Ο ήλιος ζεσταίνει το δωμάτιο το χειμώνα.
    • Η καυτή σούπα ζεσταίνει το σώμα.
    3