1. Λέξη
    ηγηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: εξηγηθώ - οδηγηθώ)
  2. Συνώνυμα
    • οδηγούμαι
    • καθοδηγούμαι
    • κατευθύνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • πλανώμαι
    • αποπλανώμαι
    • ξεστρατίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να καθοδηγούμαι ή να κατευθύνομαι από κάποιον ή κάτι.
    • Να ακολουθώ τις οδηγίες ή τις συμβουλές κάποιου.
    • Να έχω κάποιον ως ηγέτη ή πρότυπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ηγήθηκα από τον δάσκαλό μου στην επίλυση του προβλήματος.
    • Οι μαθητές ηγήθηκαν από τον διευθυντή τους κατά τη διάρκεια της εκδρομής.
    • Σε δύσκολες στιγμές, ηγούμαστε από τα ιδανικά μας.
    3