Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηγηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εξηγηθώ
-
οδηγηθώ
)
Συνώνυμα
οδηγούμαι
καθοδηγούμαι
κατευθύνομαι
3
Αντώνυμα
πλανώμαι
αποπλανώμαι
ξεστρατίζω
3
Ορισμός
Να καθοδηγούμαι ή να κατευθύνομαι από κάποιον ή κάτι.
Να ακολουθώ τις οδηγίες ή τις συμβουλές κάποιου.
Να έχω κάποιον ως ηγέτη ή πρότυπο.
3
Παραδείγματα
Ηγήθηκα από τον δάσκαλό μου στην επίλυση του προβλήματος.
Οι μαθητές ηγήθηκαν από τον διευθυντή τους κατά τη διάρκεια της εκδρομής.
Σε δύσκολες στιγμές, ηγούμαστε από τα ιδανικά μας.
3