1. Λέξη
    οδηγηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: ηγηθώ - οδηγώ - οδηγός - οδηγία)
  2. Συνώνυμα
    • καθοδηγούμαι
    • κατευθύνομαι
    • οδηγούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • πλανιέμαι
    • αποπλανιέμαι
    • ξεστρατίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να καθοδηγούμαι από κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή δράση.
    • Να ακολουθώ τις οδηγίες ή τις συμβουλές κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οδηγήθηκα από τον δάσκαλό μου να επιλέξω τη σωστή καριέρα.
    • Χρειάστηκε να οδηγηθώ από τα σημάδια για να βρω το δρόμο μου.
    2