Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οδηγηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ηγηθώ
-
οδηγώ
-
οδηγός
-
οδηγία
)
Συνώνυμα
καθοδηγούμαι
κατευθύνομαι
οδηγούμαι
3
Αντώνυμα
πλανιέμαι
αποπλανιέμαι
ξεστρατίζω
3
Ορισμός
Να καθοδηγούμαι από κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή δράση.
Να ακολουθώ τις οδηγίες ή τις συμβουλές κάποιου.
2
Παραδείγματα
Οδηγήθηκα από τον δάσκαλό μου να επιλέξω τη σωστή καριέρα.
Χρειάστηκε να οδηγηθώ από τα σημάδια για να βρω το δρόμο μου.
2