Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηλιακή (επίθετο) - (παρόμοια:
ηλιακός
)
Συνώνυμα
ηλιακός
ηλιόλουστος
φωτεινός
3
Αντώνυμα
σκοτεινός
νυχτερινός
συννεφιασμένος
3
Ορισμός
που σχετίζεται με τον ήλιο
που προέρχεται από τον ήλιο
που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ηλιακού φωτός
3
Παραδείγματα
Η ηλιακή ενέργεια είναι μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.
Η ηλιακή ακτινοβολία μπορεί να είναι επικίνδυνη για το δέρμα.
Απολαύσαμε μια ηλιακή μέρα στη θάλασσα.
3