1. Λέξη
    ηλιακή (επίθετο) - (παρόμοια: ηλιακός)
  2. Συνώνυμα
    • ηλιακός
    • ηλιόλουστος
    • φωτεινός
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκοτεινός
    • νυχτερινός
    • συννεφιασμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με τον ήλιο
    • που προέρχεται από τον ήλιο
    • που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ηλιακού φωτός
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η ηλιακή ενέργεια είναι μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.
    • Η ηλιακή ακτινοβολία μπορεί να είναι επικίνδυνη για το δέρμα.
    • Απολαύσαμε μια ηλιακή μέρα στη θάλασσα.
    3