Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηλιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
ηλιακή
-
κοιλιακός
-
παραλιακός
)
Συνώνυμα
ηλιακός
ηλιακό
ηλιακή
ηλιακές
ηλιακού
ηλιακών
6
Αντώνυμα
νυχτερινός
σκοτεινός
συννεφιασμένος
3
Ορισμός
που σχετίζεται με τον ήλιο
που προέρχεται από τον ήλιο
που λειτουργεί με την ενέργεια του ήλιου
3
Παραδείγματα
Η ηλιακή ενέργεια είναι ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.
Το ηλιακό σύστημα περιλαμβάνει τον Ήλιο και όλους τους πλανήτες που περιστρέφονται γύρω του.
Το σπίτι έχει ηλιακό θερμοσίφωνα.
3